εμπειροτεχνία

εμπειροτεχνία
η
η ιδιότητα και η ικανότητα του εμπειροτέχνη (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εμπειροτεχνία — η η ιδιότητα ή ικανότητα τού εμπειροτέχνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”